- Κωνσταντινίδης, Γιάννης
- (Σμύρνη 1903 – Αθήνα 1984). Μουσικοσυνθέτης. Καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια Ελλήνων της Σμύρνης, όπου έλαβε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας από τον Δημοσθένη Μιλαράκη, επιφανή μουσικό παράγοντα της πόλης. Παράλληλα γνώρισε και τη δημοτική μουσική, η οποία υπήρξε βασική πηγή έμπνευσης για τα μετέπειτα έργα του. Σε ηλικία 19 ετών πήγε στη Δρέσδη της Γερμανίας –και αργότερα στο Βερολίνο– για μουσικές σπουδές. Μελέτησε πιάνο, αρμονία, αντίστιξη, φούγκα, σύνθεση και ενορχήστρωση με τους Π. Γιούον, Κ. Ρέσλερ, Κ. Έρενμπεργκ και Κουρτ Βάιλ. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τον Νίκο Σκαλκώτα. Παράλληλα αναγκάστηκε να εργαστεί ως πιανίστας σε ψυχαγωγικούς θιάσους, καθώς η οικογένειά του έχασε την περιουσία της εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το 1931, με την εμφάνιση των πρώτων απειλητικών σημείων του ναζισμού, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και για βιοποριστικούς λόγους συνέχισε να εργάζεται στον χώρο του μουσικού θεάτρου, όπου σταδιοδρόμησε με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης. Τα τραγούδια που συνέθεσε στο πλαίσιο της λεγόμενης ελαφράς μουσικής χαρακτηρίζονται ωστόσο από ξεχωριστή ποιότητα και ευαισθησία. Συνεργάστηκε με τους Δ. Γιαννουκάκη, Πολ Νορ, Αλέκο Σακελλάριο και έγραψε τη μουσική για περισσότερες από 50 επιθεωρήσεις, οπερέτες κλπ. καθώς και περίπου 100 τραγούδια για τον κινηματογράφο, τα οποία έγιναν πολύ δημοφιλή και κέρδισαν διακρίσεις (το τραγούδι «Ξύπνα αγάπη μου» έλαβε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό τραγουδιού στις Κάνες, το 1960). Παρά την επιτυχημένη θητεία του, δεν εγκατέλειψε τον χώρο της έντεχνης μουσικής, αρχίζοντας να παράγει, κυρίως από το 1948 και μετά, τα αξιόλογα κλασικά έργα του. Ο Κ. αποτελεί σημαντικότατο κεφάλαιο της ελληνικής έντεχνης μουσικής. Στήριξε την έμπνευσή του στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι, αφού το είχε μελετήσει εις βάθος, καταφέρνοντας να το σεβαστεί απόλυτα και παράλληλα να εκφράσει με τη χρήση του την προσωπική μουσική του φυσιογνωμία. Η βαθιά γνώση των ελληνικών κλιμάκων, των τεχνικών δυνατοτήτων των οργάνων και η εκφραστική αυτοσυγκράτηση του επέτρεπαν να αναδεικνύει τις δημοτικές μελωδίες με ποικίλους τρόπους χωρίς να τις αλλοιώνει και να προδίδει την ουσία τους. Στο έργο του συνδυάστηκαν με τον καλύτερο τρόπο η γερμανική μουσική παιδεία του, η γαλλική λεπτότητα (ήταν λάτρης του Ραβέλ) και η βαθιά ελληνική αλλά καθόλου φολκλορική μουσική αίσθηση. Το πιάνο ήταν το αγαπημένο του μουσικό όργανο. Άρχισε να γράφει έργα για πιάνο από την εποχή που ζούσε στη Γερμανία, όμως η σημαντικότερη παραγωγή του πραγματοποιήθηκε μεταπολεμικά (1943-58) και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη σουίτα 22 τραγούδια και χοροί από τα Δωδεκάνησα (1843-46), τη συλλογή 44 παιδικά κομμάτια (εκδόθηκε στην Αμερική με τον τίτλο Greek miniatures, 1957, ενώ ακολουθεί το πρότυπο του αντίστοιχου έργου του Μπέλα Μπάρτοκ), τις Τρεις σονατίνες για πιάνο (1952), τους Οκτώ νησιώτικους χορούς (1954), τις Έξι σπουδές πάνω σε ελληνικούς λαϊκούς ρυθμούς (1956-58) και τα Πέντε τραγούδια της προσμονής σε στίχους Ρ. Ταγκόρ, το οποίο δεν βασίζεται σε ελληνικές λαϊκές μελωδίες. Άλλα έργα του Κ. είναι: Είκοσι τραγούδια του ελληνικού λαού για μεσόφωνο και πιάνο (1947), Δύο δωδεκανησιακές σουίτες (1948-49), Η Μικρασιατική ραψωδία (1950-65), Τρεις ελληνικοί χοροί για ορχήστρα (1950), Δέκα ελληνικοί σκοποί για κουιντέτο πνευστών (1972), Οκτώ δωδεκανησιακά και οκτώ μικρασιατικά τραγούδια για μεικτή χορωδία α καπέλα (1972) κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.